- κάφος
- κάφος, ὁ (Α)πνεύμα, αναπνοή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Maniots — Part of a series on Greeks … Wikipedia
κάπος — (I) κάπος και κάπυς και κάφος, ὁ (Α) πνοή, αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καπ (πρβλ. καπ νός)]. (II) κᾱπος, ὁ (Α) δωρ. τ. τού κήπος. (III) ο 1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός 2. (επί αγγλοκρατίας στα Επτάνησα) καθένας από τους επιστάτες τής τάξης οι οποίοι… … Dictionary of Greek
κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… … Dictionary of Greek
ciumă — CIÚMĂ, ciume, s.f. 1. Boală infecţioasă şi epidemică foarte gravă, caracterizată prin febră mare, diaree, delir, tumefacţii ale ganglionilor etc.; pestă. 2. fig. Persoană foarte urâtă (şi foarte rea). 3. fig. Mizerie, năpastă, nenorocire mare. ♢… … Dicționar Român